- χειρόκτυπος
- χειρό-κτυπος, mit der Hand geschlagen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρόκτυπος — ον, Α χτυπημένος από το χέρι κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κτύπος (πρβλ. ἡλιό κτυπος)] … Dictionary of Greek
χειροκτύπῳ — χειρόκτυπος stricken by the hand masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροκτύπωι — χειροκτύπῳ , χειρόκτυπος stricken by the hand masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)